- παρεκβαίνω
- ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α [εκβαίνω]1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα τής ομιλίας ή τού συγγράμματος, κάνω παρέκβασηαρχ.υπερβαίνω, παραβαίνω, παρανομώ («τὸ πᾱν Διὸς σέβας παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.